- ισχνότητα
- η (ΑΜ ἰσχνότης) [ισχνός]αδυναμία, λιποσαρκίανεοελλ.1. πενιχρότητα, ανεπάρκεια, ένδεια2. μετριότητα, ασημαντότηταμσν.-αρχ.1. (για ύφος) απλότητα, λεπτότητα2. χαμηλή ένταση φωνής, αδύνατη φωνή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισχνότητα — η το να είναι κάποιος ισχνός, λεπτότητα, αδυναμία, πενιχρότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχνότητα — ἰσχνότης thinness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης … Dictionary of Greek
ασαρκία — η (AM ἀσαρκία) [άσαρκος (Ι)] η έλλειψη σάρκας, η ισχνότητα … Dictionary of Greek
ζουφάδα — και ζοφάδα, η [ζουφός] 1. ισχνότητα, ατροφικότητα 2. το να είναι κάτι σπογγώδες … Dictionary of Greek
ζούφιασμα — το [ζουφιάζω] το αποτέλεσμα τού ζουφιάζω, ζουφάδα, ατροφικότητα, ισχνότητα … Dictionary of Greek
ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… … Dictionary of Greek
λεπτότητα — η (AM λεπτότης, ητος) [λεπτός] 1. η ιδιότητα τού λεπτού, ισχνότητα, λεπτοφυΐα ή αδυναμία 2. κομψότητα («έχει μια λεπτότητα και λυγεράδα στο κορμί της») 3. (για το πνεύμα) διαύγεια, ευφυΐα, οξύτητα (α. «δίνει απαντήσεις με λεπτότητα» β. «ὦ Ζεῡ… … Dictionary of Greek
λιγνάδα — η [λιγνός] λεπτότητα, ισχνότητα, αδυναμία … Dictionary of Greek
λιποσαρκία — η (Α λιποσαρκία) [λιπόσαρκος] η ιδιότητα τού λιπόσαρκου, η ισχνότητα … Dictionary of Greek